-
1 περι-έχω
περι-έχω (s. ἔχω), 1) umgeben, umfassen, umschließen; Her. im pass., περιεχόμεϑα ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ, 8, 79. 80 u. öfter, umzingelt werden; in sich fassen, μηδέν ἐστιν ἀγαϑόν, ὃ οὐκ ἐπιστήμη περιέχει, Plat. Men. 87 d; auch ἡ βίβλος περιέχει τὰς πράξεις, D. Sic. 2, 1; ἡ περιέχουσα αὐτὸ γῆ, Plat. Tim. 25 a, πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῠ ὅλου περιέχεται, Parm. 145 b; τὸ πεδίον κύκλῳ περιεχόμενον ὄρεσιν, Critia. 118 a; ὁδὸς κυκλόϑεν περιέχει χωρίον, L ys. 7, 28; πάντοϑεν περιείχετο ὑπὸ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 7, 1, 24; Sp., περιέχεσϑαι τοῖς πράγμασι Pol. 24, 12, 3, τῷ πέντε περισχεϑήσεται τὰ τέσσαρα S. Emp. adv. phys. 1, 304. – Το περιέχον, oder ὁ περιέχων, sc. ἀήρ, die umgebende Luft, Himmel, Atmosphäre, Pol. 4, 21, 1; - οἱ ἐκ τοῠ περιέχοντος καιροί, 9, 13, 7; vgl. Schaef. mel. p. 38; αἱ ἐκ τοῠ περιέχοντος διαφοραί, die Verschiedenheit des Klimas, 5, 21, 8. – Aber bei Arist. Metaph. 5, 26 ist τὸ περιέχον so viel wie τὸ καϑόλου, das Generelle; so ὀνόματα περιέχοντα, Rhet. 3, 5; vgl. ἐκ τοῦ περιέ χοντος καλοῠσι πλάτακας, mit einem generellen Namen, Ath. VII, 309. – 2) übertreffen, überlegen; sein; Thuc. 5, 7; περιέσχον τῷ κέρᾳ, καὶ ἐκυκλοῠντο τὸ δεξιὸν τῶν ἐναντίων, überragen, 3, 107. – 3) med., eigentlich die Hände schützend über Einen halten, beschützen, vertheidigen, u. übh. sich Jemandes annehmen, περίσχεο παιδὸς ἑῆος, nimm dich des Sohnes an, Il. 1, 393; u. c. acc., οὕνεκά μιν περισχόμεϑα, weil wir ihn beschützten, Od. 9, 199; – τινός, sich woran festhalten, mit Liebe woran hangen, γευσάμενοι τῶν ἡμετέρων ἀγαϑῶν περιέξονται, Her. 1, 71; τοῦ νεανίεω, 3, 53; 7, 39; auch c. inf., περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, er wünschte, daß sie dort blieben und –, 8, 57; τῆς Πελοποννήσου, Plut. Them. 9, vgl. Arat. 50.
-
2 κώλῡσις
κώλῡσις, ἡ, das Hindern, die Verhinderung, Hemmung; ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Plat. Soph. 220 b; Sp., wie D. Hal. 7, 22 u. Plut.; auch εἰς κώλυσιν τῶν ὑπάτων, μὴ ἐντελὲς αὐτοῖς τὸ κράτος εἶναι, App. B. C. 1, 1.
-
3 ἕρκος
ἕρκος, τό (ἔργω, εἴργω), 1) Einschluß, Einfriedigung, Umhägung, Zaun, πᾶν, ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον ἕρκος εἰκὸς ὀνομάζειν Plat. Soph. 220 c; so bei Hom. Zaun um einen Garten, Od. 7, 112, ἀλωάων Il. 5, 89; ἀλωῆς H. h. M, rc. 188; Mosch. 4, 3; um den Hof der Wohnung, Od. 21, 238; übh. der Hof, Gehöft, λίπε δ' ἕρκεά τε μέγαρόν τε Od. 16, 341; πλῆντο δ' ἄρ' αἴϑουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶι 8, 57; ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις Pind. N. 10, 36; oft bei Hom. ἕρκος ὀδόντων, bes. in der Vrbdg ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, welch ein Wort entfloh dir über die Umzäunung der Zähne, entfuhr dir; ἐπεὶ ἄρ κεν (ψυχὴ) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Il. 9, 409; καὶ πρῶτον (φάρμακον) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Od. 10, 328; nicht an die Lippen zu denken, sondern an die Zähne selbst, die sehr natürlich als eine Pfahlreihe, eine Art Umhägung der Zunge angesehen werden können; so sagt Solon. frg. 1 παῖς ἕρκος ὀδόντων φύσας; Nic. Th. 548 τὸ μὲν ἕρκεϊ ϑρύψεν ὀδόντων ϑηλάζων; Opp. Hal. 1, 506 γένυές τε καὶ ἔνδοϑε κάρχαρον ἕρκος. – Bei Soph. Tr. 604 ist ἕρκος ἱερόν das Gehege um den Altar; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένους, in des Lagers Wall eingeschlossen, Ai. 1253; σφραγῖδος ἕρκει, der Verschluß des Siegels, Tr. 612. – Der Schutz, die Schutzwehr, Schutzmauer, vom Schilde, ἕρκος ἀκόντων Il. 15, 496, vgl. 5, 315; φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ 15, 566; Hes. Th. 726; übertr., von Männern, z. B. Achilles, ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο Il. 1, 383, ein Schutz in dem Kriege, vgl. 6, 5; ἀγωνίας δ', ἕρκος οἷον, σϑένος Pind. P. 5, 113; ἀ νδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές Aesch. Pers. 341, vgl. 17 Ag. 248; π οῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεϑα Eur. Heracl. 441; συνεφόρησαν τὰ ὅπλα ἕρκος εἶναί σφι Her. 9, 99. – 2) das Netz, die Schlinge, das Garn zum Fangen der Vögel, Od. 22, 469; Ar. Av. 528 πᾶς τις ἐφ' ὑμῖν ὀρνιϑευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα; zum Fangen des Wildes, Pind. N. 3, 49 κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ δολίων ἑρκέων, u. der Fische, ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ἃς ὑπὲρ ἕρκος, ἅλμας P. 2, 80; übertr., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch. Ag. 1593; τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται Eur. Med. 986; El. 155; von listigen Anschlägen, χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφϑέντα γυναικῶν Soph. El. 836, mit Hindeutung auf das goldene Halsband, um welches Eriphyle ihren Gatten verrieth.
-
4 περιέχω
περι-έχω, (1) umgeben, umfassen, umschließen; pass., περιεχόμεϑα ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ, umzingelt werden; in sich fassen. Το περιέχον, oder ὁ περιέχων, sc. ἀήρ, die umgebende Luft, Himmel, Atmosphäre; αἱ ἐκ τοῠ περιέχοντος διαφοραί, die Verschiedenheit des Klimas; τὸ καϑόλου, das Generelle; ἐκ τοῦ περιέ χοντος καλοῠσι πλάτακας, mit einem generellen Namen; (2) übertreffen, überlegen; (3) die Hände schützend über einen halten, beschützen, verteidigen, u. übh. sich jemandes annehmen; περίσχεο παιδὸς ἑῆος, nimm dich des Sohnes an; c. acc., οὕνεκά μιν περισχόμεϑα, weil wir ihn beschützten; τινός, sich woran festhalten, mit Liebe woran hängen; c. inf., περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, er wünschte, daß sie dort blieben und
См. также в других словарях:
περιέχον — περϊέχον , περιέχω encompass pres part act masc voc sg περϊέχον , περιέχω encompass pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίεχον — περΐεχον , περιέχω encompass imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) περΐεχον , περιέχω encompass imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
FLORILEGIUM — Graece Α᾿νθολόγιον, nomen libri apud Graecos Ecclesiasticis qui primo sui ortu tenuis, nec magnae aestimationis, subinde notus accessionibus auctus, tandem in immensum excrevit. Titulus est, Α᾿νθολόγιον τοῦ ὅλου ενναυτοῦ, περιέχον τινας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
STOBAEUS Johannes — antiquus auctor, scripsit saeculi 4. ann. 5. sententias ex Graecorum thesautis delectas, item Eclogarum libros 2. quorum prior Physicas, posterior Ethicas complectitur. Ex veteribus autem neminem invenio, qui Stobaei mentionem, fecerit nisi quôd… … Hofmann J. Lexicon universale
προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek
Αχέλης, Αντώνιος — (16ος αι.). Ποιητής από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Έγραψε το ποίημα Bιβλίον συν Θεώ περιέχον της Μάλτας πολιορκίαν, στο οποίο περιγράφει την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους και την άμυνα των Ιπποτών το 1565. Το έργο αυτό έχει μόνο… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μοσχοπολίτης — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός από τη Μοσχόπολη. Διετέλεσε δάσκαλος στην πατρίδα του και το 1753 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας από τον Ευγένιο Βούλγαρι. Αργότερα διδάχτηκε τη λατινική γλώσσα στην Ουγγαρία και… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek